Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Με αφορμή τις αλχημείες που κάνουν κάποιοι πάνω στο ισχύων σύνταγμα αναρτώ ένα μεγαλούτσικο σε έκταση κείμενο αλλά συνάμα τεράστιας ιστορικής σημασίας. Είναι η περιγραφή της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 από τον βασικότερο πρωταγωνιστή εκείνη της ημέρας. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης μέσα από τα απομνημονεύματα του ζωντανεύει εκείνη την ημέρα όπου αφού ενώθηκαν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί απαίτησαν και κέρδισαν με το σπαθί τους Σύνταγμα από τον Βαυαρό Βασιλιά Όθωνα.


Στρατηγου Μακρυγιάννη πομνημονεύματα, 3ης του Σεπτεμβρη

Συνάζονταν άνθρωποι με τ' άρματά τους κι' έρχονταν εις το περιβόλι μου και εις το σπίτι μου και οι δραγάτες. Τότε πλάκωσε ο Τζήνος με πλήθος χωροφύλακες πεζούς και καβαλλαραίους κι' άλλοι πολλοί, ο Σταύρο Γρίβας και δυο τάματα της Σπάρτης, και πιάνουν το νοσοκομείον και με κλείνουν εμένα μέσα• και πιάνουν γύρα το σπίτι μου και περιβόλι μου• και μπήκαν μέσα-εις το περιβόλι πεζούρα και καβαλλαρία. Από τους δικούς-μου άλλοι έφυγαν, ότ' ήταν ολίγοι, κι' άλλους τους έπιασαν. Και μένω μ' εφτά ανθρώπους και τέσσερα παιδιά -όλοι αυτείνοι ήμαστε. Και κυρίεψαν οι αναντίοι παντού• κι' άνοιξαν και μασγάλια εις τον τοίχο του περιβολιού ως την πόρτα του σπιτιού μου. Τότε απολπίστηκα• και ήμουν χαμένος μ' όλο μου το σπίτι. 'Ηθελαν η εξουσία να μας έχουν κλεισμένους και να μη ρίξουν αναντίον μας όσο-να φέξη να 'ρθή ο 'σαγγελέας. Κ' ετοίμασαν και το στρατοδικείον να μας καταδικάσουνε με τον νόμο. Και είχαν ενενήντα δια την τζελατίνα και 'σ την κορφή εμένα.

Τώρα, αναγνώστες, να σας δείξω τι κάνει ο πανάγαθος Θεός• κι' αν σας ειπώ το παραμικρό ψέμα, αυτός, ο δίκιος Θεός, να μη μου πάρη την ψυχή. Αφού ήμαστε κλεισμένοι, τα παιδιά μου και η φαμελιά μου είδαν το τέλος της ζωής τους κι' άρχισαν και κλαίγαν πικρά και φώναζαν• κι' ακόμα ένα μωρό εις το βυζί κ' εκείνο κρέμασε το κεφάλι του και το κυρίεψε μια μεγάλη λύπη. Βλέποντας αυτό μο' 'δωσε μεγάλη λύπη και χαμόν του μυαλού μου. Πρωτύτερα ο στοχασμός μου ήταν αυτός• να βάλω φωτιά εις τον τζεμπιχανέ να χαθούμεν, όταν ιδώ και δεν μπορώ ν' αντισταθώ, και να καγούμεν όλοι να μην μείνη σπορά από την οικογένειάν μου, ότι θα τους θεωρούνε οι άλλοι ως είλωτες κι' Οβραίους.

Και ήμουν εις αυτό το σκέδιον. Τ' ασκέρια της εξουσίας με βρισές άσκημες μο' 'λεγαν σε ολίγον με τελειώνουν εμένα και τους οπαδούς μου. Τότε θύμωσα από τις άτιμες βρισές οπού μου κάναν κι' άνοιξα την πόρτα και βήκα εις το φώρο και τους είπα• Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι' ατιμίας! Τότε αυτείνοι με διατίμησαν περισσότερον. Θύμωσα εις αυτό κι' ανοίγω την αυλόπορτα και σηκώνω το ντουφέκι να ρίξω εις το σωρό• το 'χα με κομμάτια γιομίση κι' αν έπαιρνε φωτιά, εκείνο ήταν ο θάνατός μας κι' ο χαμός ολουνώνε μας μέσα-εις το σπίτι• ότ' ήταν οδηγημένοι να πρωτορρίξωμεν εμείς, και τότε ως αδύνατους μας κυριεύαν και χανόμαστε. Τραβώντας το σκάνταλο του ντουφεκιού εις το σωρό, ένα χέρι πιάνει την ταμπάτζα.

Τότε έκλεισα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μου λέγει η φαμελιά "μου• ""Τι να σου ειπώ, αδελφέ, ό,τι να μιλήση κανένας, παίρνεις τα χέρια " σου σαν τη γάτα με τα νύχια και του ρίχνεσαι απάνου και του βγάζεις τα μάτια• και δεν ακούς κανέναν. Το έκαμες αυτό εις τ' 'Αργος με τον Αγουστίνο, όμως είχες το σπίτι σου γιομάτο ανθρώπους κι' όλον το μαχαλά. Το-ίδιον κ' εδώ με τον Αρμασπέρη, οπού σε είχε τόσες ημέρες κλεισμένον όσο-οπού 'ρθε ο Βασιλέας. Τώρα, χωρίς ανθρώπους, τι 'ναι αυτό "οπού έκαμες; Κ' εσύ τώρα χάνεσαι κ' εμείς όλοι• να σε αναθεματίσουμεν " "δεν βγαίνει τίποτας. Ο Θεός σχωρέση εσέναν κ' εμάς"".

Τότε βλέποντας " αυτείνη την δυστυχία του σπιτιού μου και με τα λόγια αυτά και τις φωνές και δαρμούς τους, μου 'ρθε από αυτά όλα μια πικρή λύπη και μου είπε ο λογισμός μου πήρα αθώους ανθρώπους εις το λαιμό μου κ' έγινα εις την φαμελιά μου κάις. Τότε χάνεται όλως-διόλου ο λογισμός μου• και 'σ το μυαλό "μου τι στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριά 'σ αυτείνη την κατάστασιν οπού " έγινα. Σηκώθηκα και πήγα εις τις εικόνες και κάνω την προσευκή μου και "λέγω• ""Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασιν έφτασα. Ο μόνος σωτήρας είναι " η παντοδυναμία σου και η εσπλαχνία σου 'σ εμάς οπού κιντυνεύομεν και "εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα"". Τότε η άπειρη εσπλαχνία του Θεού " και η αγαθότης του μου 'δωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκειάνω μίαν "σημαία και γράφω• ""Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα"". Λέγω• ""Εις το όνομα " "του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!"" Και " την είχα έτοιμη.

Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκη μου (ότι άλλαξα ιδέα το να καγούμεν όλοι• είπα μπορώ να βγω έξω να σκοτωθώ. Το-λοιπόν σκοτώνομαι εγώ και μένουν αυτείνοι οι αδύνατοι. 'Ολοι οι 'Ελληνες δεν θα είναι θερία). Φκειάνω την διαθήκη μου κ' έβαλα και κηδεμόνας τίμιους ανθρώπους. Τότε την διαθήκη την δίνω της γυναικός μου και της "λέγω• ""Πάρ' το αυτό το χαρτί και βάλ' το σε μίαν πέτρα από-κάτου να " είναι σίγουρο, να-μην κάψουν το σπίτι και καγή• κι' αν πάθω εγώ, να το "'χετε εσείς και ν' ακολουθήσετε καθώς γράφω"". Με φωνές και δαρμούς το "πήρε η φαμελιά μου όλη και το έκρυψαν. Τότε ησύχασε η ψυχή μου και το σώμα μου έλαβε άλλη ψύχωσιν. 'Οτι μ' έτυπτε η συνείθησή μου δι' αυτούς τους αδύνατους και μ' αυτό μου φάνηκε ότι τους δίκιωσα.

Τότε συγύρισα όλα μου τα όπλα, τα 'βαλα εις την θέσιν τους. Κατέβηκα με την σημαία κάτου-εις το σπίτι και είδα τι άνθρωποι μείναν• και μέτρησα όλους εφτά και "τέσσερα παιδιά. Τότε τους λέγω• ""Αδελφοί, έκαμα αυτό το κίνημα ότι " αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι' όλο το έθνος από τις Κυβέρνησές μας και είπα ίσως και μ' αυτό σώνονταν τα δεινά μας ολουνών των Ελλήνων. Δεν ήταν τυχερόν. 'Εχομεν ακόμα αμαρτίες να μας παιδέψουν. Εμείς, όσ' είμαστε εδώ, είμαστε τώρα αδύνατοι και οι άλλοι οπού μας έχουν κλεισμένους πολλοί• να μην χαθήτε κ' εσείς αδίκως ελάτε να σας ανοίξω την πόρτα να φύγετε. Δεν θέλω να σας έχω εις το λαιμό μου να χαθήτε κ' εσείς. Κ' εγώ μένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σημαία οπού 'φκειασα• και 'σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας "μου"".

Τότε, μά τ' όνομα του Θεού και της πατρίδας, με δάκρυα καυτερά" θυμώμαι εκείνη την βραδειά και την απάντησιν αυτεινών των γενναίων "αντρών και των αθώων παιδιών• ""Δεν ήρθαμεν εις τον γάμο σου να χαρούμεν, " ήρθαμεν να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαίαν της πατρίδος μας και θρησκείας μας. Εσύ την θέλεις σάβανο και δεν την θέλομεν "εμείς; Θέλομεν να ζούμεν είλωτες των Μπαυαρέζων κι' αλλουνών όμοιών" "τους, οπού μας καταδικούνε; Δεν μετρηθήκαμεν να φύγωμεν όσοι μείναμεν, " μετρηθήκαμεν να πεθάνωμεν• και είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες θα μας πης "ν' ακολουθήσωμεν"". Τους αγκάλιασα και τους φίλησα, τους έδωσα κι' από 'να" κρασί. Δοξάσαμεν τον Θεό και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις τις πόρτες κι' άλλες θέσες, όποτε μας ριχτούνε να πεθάνομεν. 'Ισως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης• ότι οι
γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου -κ' εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της "πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας -κ' εμείς 'σ αυτό ετοιμαζόμαστε"".

"Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, δια-να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί-οπού τελειώσαμεν αυτά κι' ετοιμαζόμαστε να πεθάνωμεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη-Κώστα μ' άλλους πέντε• κι' από μέσα-από αυτούς -ο Θεός τους στραβώνει και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και μπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια. Σε ολίγον μο' 'ρχεται κι' ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης μ' άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία• ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα• και το-ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός -μπήκαν κ' αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου.

Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι' αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλιος με τον αδελφόν του Δημητράκη και γαμπρό του Γκίτζα κι' ο Μελέτης-Παπαδάμη Κουντουργιώτης με εικοσιπέντε ανθρώπους, και με μεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν μέσα, ότι τους είδαν τα στρατέματα αυτούς• τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι' αυτείνοι οι γενναίοι κι' αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από-μέσα απ' ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια• τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα• ότι όσα 'νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι' ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. 'Ομως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι' εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι' εκείνοι, "κι' αρχίσαμεν εμείς• ""Ζήτω το Σύνταμα κ' η Εθνική Συνέλεψη!"" "

'Αρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού 'χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Τις καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι' ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσωμεν, να με πιάσουν μ' απιστιά να με δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ' απέτυχαν. Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι' εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι' εγώ. Βγαίνοντας έξω μ' ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. 'Ηρθαν κι' από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλη. Και μας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να μπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι. Τότε τους μίλησα να 'χουν την μεγαλύτερη αρετή και πατριωτισμόν•

"Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βασιλέας μας εκείνο  οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού το καταπάτησε κι' ο Καποδίστριας. Οι Δύναμες τον οδήγησαν να μας δώση σύνταμα, όταν τον αναγνώρισαν βασιλέα μας και ήρθε εδώ• και υποσκέθη• κι' ως σήμερον δεν το 'βαλε 'σ ενέργεια. Να το βάλη τώρα και είναι Βασιλέας μας. Και να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι' αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι' όχι να κάμωμεν αταξίες• ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας "και πειράξετε ούτ' ένα φύλλο". " Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλογημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκαν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό τους κι' από την απερίγραφη αρετή τους ούτε μίαν τρίχα.

Πέφταν μαντήλια των ανθρώπων, ταμπακέλλες ασημένιες κι' άλλα 'σ εκείνον τον πληθυσμόν κ' έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τα 'διναν εκεινών οπού τα 'χασαν. Τ' αργαστήρια όλα άνοιξαν και κάναν την δουλειά τους, ο 'σπράχτορας ο δημοτικός του πήγαιναν χρήματα οι κάτοικοι από φόρους και σύναζε από το μεσημέρι και πέρα. Αφού πήγαμεν εις το Παλάτι, τότε κατεβήκαμε εις το κατάστημα του Συβουλίου της Επικρατείας και τους συνάξαμεν όλους με την μεγαλύτερη προθυμίαν και πατριωτισμόν. Στείλαμεν κι' ανθρώπους βάρδιες εις τους υπουργούς και σε όλους τους σημαντικούς και εις την Τράπεζα και σε όλα τα καταστήματα και πρόσεχαν. Συνάζοντας όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας μιλήσαμεν να γένουν νέοι υπουργοί.

Αφού έγιναν οι νέοι υπουργοί και τους αναγνώρισαν κι' όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας, τότε οι νέοι υπουργοί έφκειασαν ένα ένγραφο δια τον Καλλέργη κ' εμένα να το υπογράψη ο Βασιλέας δι' ασφάλειά μας, ένα ευκαριστήριον ότι βαστάξαμεν την ησυχίαν. Τότε πήγαν εις τον Βασιλέα να υπογράψη το Σύνταμα κι' αυτό. 'Ηταν και οι Πρέσβες των Δυνάμεων "εις το Παλάτι• και τα υπόγραψε όλα• και του έγινε ένα μεγάλο ""ζήτω"" απ' ούλους τους πολίτες της πρωτεύουσας. Τότε μαζώχτη πολύς λαός απ' όλα τα χωριά κι' από τα νησιά. Δια-να μην γένη καμμιά αταξία τους σύναξα όλους έξω-εις τον κάμπο και τους βάvω ένα λόγο, πως σηκώσαμεν την απανάστασιν, πως ήμαστε εις τον αγώνα ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές• πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν• κ' έγινε γης Μαδιάμ η πατρίδα μας• και τίποτας δεν κέρδησαν οι τίμιοι άνθρωποι από την ανοησία μας και κακία μας, εμάς κ' εκεινών οπού μας κυβερνούσαν αρχή και τέλος• όλο εφύλιους πολέμους κι' άλλες ακαταστασίες κάναμεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέμους των "Τούρκων•

""Ιδού, αδελφοί, ο Θεός πάλε έκαμεν το έλεός του και μας έφερε " μόνος του το αγαθό του δώρο και μας προστάτεψε κ' εμάς και τον Βασιλέα μας, ούτε αυτός ν' αγαναχτήση αναντίον μας, ούτε εμείς εις τον Βασιλέα μας. Και φώτισε και τα δυο μέρη εις-το-εξής θα ζήσωμεν με την ευλογίαν του Θεού ως πατέρας με τα παιδιά. Διώχνομεν αύριον και τους Μπαυαρέζους. Και να είμαστε γενναίοι εις αυτούς, να μην θυμηθή κανένας πάθος από 'μάς να πειράξη κανέναν, ή τον διατιμήση όσο-να πάνε εις την ευκή του Θεού. Τώρα εσείς όλοι οι αγαθοί άνθρωποι να πάγη ο καθένας εις το σπίτι  του ν' αφήση τ' άρματα του, καθώς τ' άφησα κ' εγώ και βαστώ εις το χέρι μου το μπαστούνι μου, οπού βλέπετε• και πήρα το σκαλιστήρι μου κ' εργάζομαι εις τον κήπο μου και εις τ' αμπέλι μου κ' ελιές μου, ότι ζυγώνει κι' "ο τρύγος. Αυτά είχα να σας ειπώ, αδελφοί"". Σε δυο ώρες δεν έμεινε κανένας" από αυτούς. Φέραμεν και πλοία και μπαρκαρίσαμεν όλους τους Μπαυαρέζους. Τους πήγα εις τον Περαία, οπού είχαν 'Ελληνες αδικήση, κατατρέξη, χτυπήση- τους μεταχειρίζονταν χερότερα από τους Τούρκους. Δεν στάθη τρόπος να θυμηθή κανένας 'Ελληνας παραμικρά από αυτά και να κατατρέξουν κανέναν. Τους μπαρκαρίσαμε όλους και πάνε εις την δουλειά τους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου